- φυσημάτιον
- τὸ, Α [φύσημα, φυσήματος]1. ελαφρό φύσημα2. κάποια αλαζονεία, κάπως αλαζονική στάση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσημάτιον — petty conceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαθίζω — Α [καθίζω] 1. κάθομαι κοντά 2. (για οίστρους και μέλισσες) εγκαθίσταμαι 3. (για μίγμα σε δοχείο) κατακάθομαι στον πυθμένα 4. σταματώ μπροστά σε μια πόλη και τήν πολιορκώ 5. μτφ. (για υπερηφάνεια) καταπέφτω («τὸ φυσημάτιον ἐκεῑνο ἐκεντήθη καὶ… … Dictionary of Greek